- ὁμοπαίκτωρ
- ὁμο-παίκτωρ, ορος, ὁ,A playfellow, Sch.Theoc.6.18 (Scaliger for ὅμοιον παίκτορα).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοπαίκτωρ — ὁμοπαίκτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που παίζει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο παιχνίδι, συμπαίκτης, σύντροφος στο παιχνίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + παίκτης + επίθημα τωρ (πρβλ. συμπαίκτωρ)] … Dictionary of Greek
ὁμοπαίκτορα — ὁμοπαίκτωρ playfellow masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek